κατα-θύω

κατα-θύω

κατα-θύω (s. ϑύω), opfern, schlachten; πρόβατα Her. 8, 19; Xen. An. 4, 5, 36 u. Sp.; übh. opfern, weihen, τὴν δεκάτην Xen. An. 5, 3, 13, wie D. Sic. 4, 21. – Das med., νῦν μὲν τοῖς φίλτροις καταϑύσομαι Theocr. 2, 159, vgl. ib. v. 3, durch Zaubertränke zur Liebe zwingen, bezaubern.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • επικαταθύω — ἐπικαταθύω (Μ) 1. θυσιάζω επί πλέον 2. σκοτώνω επίσης («ἐπικατέθυσε δ’ αὐτῇ καὶ τὴν ὁμοζυγοῡσαν» σκότωσε επίσης μαζί μ’ αυτήν και τη σύζυγό του, Κ. Μανασα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα θύω «θυσιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συγκαταθύειν — συγκαταθύ̱ειν , σύν , κατά θύω 2 rage pres inf act (attic epic) συγκαταθύ̱ειν , σύν καταθύω sacrifice pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθύσων — συγκαταθύ̱σων , σύν , κατά θύω 2 rage fut part act masc nom sg συγκαταθύ̱σων , σύν καταθύω sacrifice fut part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαταθύσας — ἐπικαταθύ̱σᾱς , ἐπί , κατά θύω 2 rage aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπικαταθύ̱σᾱς , ἐπί καταθύω sacrifice aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικατέθυσε — ἐπικατέθῡσε , ἐπί , κατά θύω 2 rage aor ind act 3rd sg ἐπικατέθῡσε , ἐπί καταθύω sacrifice aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • θυστάς — θυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία, θυσιαστήρια, θυτική (α. «θυστάδος βοῆς» τής κραυγής που ακούγεται κατά την προσφορά θυσίας, Αισχύλ. β. «θυστάδες λιταί» προσευχές θυσιαστήριες, προσευχές που συνοδεύουν θυσία, Σοφ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • θυστήριος — θυστήριος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυστήριος προσωνυμία τού Διονύσου 2. (κατά το λεξ. Σούδα) το ουδ. ως ουσ. τὸ θυστήριον «όρμητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε τού θύω (I) είτε τού θύω (ΙΙ) και αποτελεί ένδειξη τής πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… …   Dictionary of Greek

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”