- κατα-θραύω
κατα-θραύω (s. ϑραύω), zerbrechen, zermalmen, Plat. Polit. 265 d; καταϑραυσϑῇ Tim. 56 e; Sp., wie Plut. reg. et imper. apophth. p. 88; – κατάϑραυστος, zerbrochen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-θραύω (s. ϑραύω), zerbrechen, zermalmen, Plat. Polit. 265 d; καταϑραυσϑῇ Tim. 56 e; Sp., wie Plut. reg. et imper. apophth. p. 88; – κατάϑραυστος, zerbrochen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θράζω — (Μ) βλ. θραύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραύω, κατά τα σε άζω] … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
διαθραύω — (Α) [θραύω] κατα συντρίβω, καταθρυμματίζω … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
ημίθραυστος — η, ο (Α ἡμίθραυστος, ον) κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θραυστος (< θραύω), πρβλ. ά θραυστος, εύ θραυστος] … Dictionary of Greek
θραυστήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη θραύση ή την πρόθραυση ορυκτών και βράχων. Υπάρχουν θ. με σιαγόνες όμοιες με ένα ζεύγος δαγκάνων, οι οποίες τεμαχίζουν το υλικό που εισάγεται με παλινδρομική κίνηση μεταξύ δύο τμημάτων από χυτοσίδηρο υψηλής αντοχής. Οι… … Dictionary of Greek
θραύση — και θράψη, ἡ (ΑΜ θραῡσις) [θραύω] 1. ο βίαιος χωρισμός τών μορίων σκληρού σώματος, σπάσιμο, σύντριψη 2. (για νόσο ή πόλεμο) εξόντωση, όλεθρος, καταστροφή νεοελλ. 1. τεχνολ. η λύση τής συνέχειας τών σωματιδίων ενός υλικού η οποία οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek
τραύξανον — τὸ, Α (κατά τον Φώτ.) «τὰ ἀπὸ τῆς φάτνης ἀποπίπτοντα τῶν ἵππων ἢ τῶν βοῶν ἢ τῶν ἄλλων κτηνῶν λείψανα, σημαίνει δὲ καὶ τὰ ἀκανθώδη και ξηρὰ ξύλα», αλλ. τρώξανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. τρώξανα*, κατ επίδραση τού θραύω (πρβλ. τραῦμα*: τρῶμα)] … Dictionary of Greek
τριχοκλασία — η, Ν ιατρ. σπάσιμο τών τριχών τής κεφαλής σε μικρή απόσταση από την έκφυσή τους, τραυματική ή ιδιοπαθής χωρίς εμφανή αίτια, η οποία εμφανίζεται κατά ώσεις, κυρίως στις μετωποβρεγματικές χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + κλαστία (< κλάστης < … Dictionary of Greek
τσακίζω — και τζακίζω και τσακάω Ν 1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο») 2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία») 3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω 4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά») β) νικώ,… … Dictionary of Greek