- κατα-νίσσομαι
κατα-νίσσομαι, = κατανέομαι; ἐξ ὀρέων κατανίσσεται Ap. Rh. 2, 976; Hermesian. bei Ath. XIII, 598 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-νίσσομαι, = κατανέομαι; ἐξ ὀρέων κατανίσσεται Ap. Rh. 2, 976; Hermesian. bei Ath. XIII, 598 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατενίσσετο — κατά νίσσομαι go imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)