κατα-μέλλω

κατα-μέλλω

κατα-μέλλω (s. μέλλω), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταμέλλοντα — κατά μέλλω to be destined pres part act neut nom/voc/acc pl κατά μέλλω to be destined pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμέλλουσι — κατά μέλλω to be destined pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά μέλλω to be destined pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμελλῆσαι — κατά μέλλω to be destined aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμελλήσωσι — κατά μέλλω to be destined aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμέλλειν — κατά μέλλω to be destined pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμέλλοντος — κατά μέλλω to be destined pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμέλλων — κατά μέλλω to be destined pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • μέλλον — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική εφημερίδα της Ζακύνθου. Εκδιδόταν την περίοδο 1849 51. 2. Πολιτική εφημερίδα της Αθήνας. Εκδιδόταν την περίοδο 1863 77. 3. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1898 από τον Δημ. Σφαέλο στη… …   Dictionary of Greek

  • μελλείρην — και, κατά τον Ησύχ., μελλίρην, ενος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) αυτός που πρόκειται να γίνει έφηβος («εἴρενας δὲ καλοῡσι τοὺς ἔτος ἤδη δεύτερον ἐκ παίδων γεγονότας, μελλείρενας δὲ τῶν παίδων τοὺς πρεσβυτάτους», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + εἴρην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”