κατα-μέμφομαι

κατα-μέμφομαι

κατα-μέμφομαι, tadeln, schelten, beschuldigen; καταμεμφϑέντα (wie sonst aor. med.) ἰσχύν Pind. N, 11, 30; σφᾶς αὐτούς Thuc. 8, 106; ἐμαυτόν, ὡς οὐκ εἰδώς Plat. Meno 71 b; τὴν ὴλικίαν τὴν ἑαυτοῦ Is. 7, 14; Dem. 29, 1 u. A.; τὸν Ἀντίοχον ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις Pol. 5, 87, 4; τινὰ ταῖς ξυμφοραῖς, um des Unglücks willen, Thuc. 7, 77; τινά τινος, Plut. Dion. 8; ἑαυτὸν ὡς ἡμαρτηκότα D. Sic. 17, 30. – Sp. auch τινί, z. B. ἰδίῃ κατεμέμφετο χειρί Agath. 26 (XI, 57); Long. 2, 21; τινός Nicomach.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψέγω — ΝΜΑ επικρίνω, μέμφομαι, κατηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο σχηματισμός τού ρ. ψέγω, εν αντιθέσει με τού συνωνύμου του μέμφομαι* και τού ουσ. όνειδος*, οφείλεται σε ελληνική καινοτομία. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα τού ψήω* / ψάω… …   Dictionary of Greek

  • μεμψίμοιρος — η, ο (Α μεμψίμοιρος, ον) αυτός που παραπονείται κατά τής μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρον η μεμψιμοιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι… …   Dictionary of Greek

  • δεύρο — δεῡρο και δεύρω και αιολ. δεῡρυ και αττ. επιτ. δευρί και δεῡρε και δευρεί) (Α) 1. (με ρήματα κινήσεως σημαντικά) εδώ, προς τα εδώ («ἦλθον αἰχμητάων δεῡρο μαχησόμενος», Ιλ.) 2. φρ. «τὰ δεῡρο» τα αισθητά όντα 3. (σε συζητήσεις, επιχειρήματα και… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • μέμφειρα — μέμφειρα, ἡ (Α) μέμψη, μομφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέμφομαι + κατάλ. ειρα κατά το πρέσβειρα] …   Dictionary of Greek

  • περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • βάλλω — έβαλα, βλήθηκα 1. ρίχνω σφαίρα, πέτρα: Τα στρατεύματα έβαλλαν κατά του εχθρού. 2. εκτοξεύω κατηγορίες, μέμφομαι: Βάλλει εναντίον μου για προσωπικούς λόγους. 3. βάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”