κατα-μάχομαι

κατα-μάχομαι

κατα-μάχομαι (s. μάχομαι), niederkämpfen, besiegen, τί, D. Sic. 3, 17; τῶν Ἀννίβαν καταμεμαχημένων Plut. Flamin. 3; a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • ευκαταμάχητος — η, ο (ΑΜ εὐκαταμάχητος, ον) αυτός που καταβάλλεται εύκολα, που νικιέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… …   Dictionary of Greek

  • προμαχίζω — Α [πρόμαχος] 1. μάχομαι μπροστά από κάποιον ή μάχομαι στην πρώτη γραμμή («Τρωσὶν μὲν προμάχιζεν Ἀλέξανδρος θεοειδής», Ομ. Ιλ.) 2. μάχομαι ως πρόμαχος με κάποιον άλλο («Ἕκτορ, μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε, ἀλλὰ κατὰ πληθὺν... δέδεξο», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… …   Dictionary of Greek

  • Μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… …   Dictionary of Greek

  • πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομαχώ — έω, Μ (σκωπτικά) μάχομαι κατά τών σφυγμών, προσπαθώ να ελαττώσω την παθολογική συχνότητα τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. πυργο μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”