κατα-δέω

κατα-δέω

κατα-δέω (s. δέω), 1) anknüpfen, festbinden; κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσιν φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ Il. 10, 567, wie 8, 434; ἐμὲ ἐνὶ νηΐ Od. 14, 345, δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ 15, 443; zubinden, verschließen, versperren, ἀνέμων κέλευϑα 5, 383. 10, 20; ähnlich ἐμοὶ κατέδησε κέλευϑα 7, 272; τοῦ γε ϑεοὶ κατὰ νόστον ἔδησαν, sie verhinderten seine Rückkehr, 14, 61; ἐν φόβῳ καταδεϑεῖσα Eur. Ion 1498, der auch das med. braucht, ἀγχόνειον βρόχον δι' ἐμὲ κατεδήσατο Hel. 693; καταδεδεμένον τοὺς ὀφϑαλμούς, mit verbundenen Augen, Her. 2, 122. – 2) binden, ins Gefängniß werfen; συνέλαβέ σφεας καὶ κατέδησε Her. 3, 143; τοὺς ἄλλους κατέδησαν τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ 5, 72, vgl. ἐπί, Folgde; τοὺς μὲν δούλους ἠλευϑέρωσαν, τοὺς δ' ἐλευϑέρους κατέδησαν Thuc. 8, 15; dah. auch verurtheilen, ὅσοι μὲν κατέδησαν φῶρα εἶναι, im Ggstz von ἀπολύειν, Her. 2, 174. 4, 68. – Uebertr., ἐν τούτῳ τῷ πάϑει μάλιστα καταδεῖται ψυχὴ ὑπὸ σώματος Plat. Phaed. 83 d. – 31 durch magische Knoten bezaubern, behexen; neben καταγοητεύω D. Cass. 50, 6; Harpocr. Vgl. κατάδεσμος. So auch zu nehmen καταδέδενται οἱ ἔρωτες Ath. XV, 670 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επικαταδέω — ἐπικαταδέω (Α) δένω κάτι πάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα δέω «δένω»] …   Dictionary of Greek

  • καταπαρδεῖν — κατά , παρά δέω 1 bind pres inf act (attic epic doric) κατά , παρά δέω 2 lack pres inf act (attic epic doric) κατά , παρά δεῖ there is need pres part neut nom/voc/acc sg κατά , παρά δεῖ there is need pres inf act (attic epic doric) κατά πέρδομαι… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταποπαρδεῖν — κατά , ἀπό , παρά δέω 1 bind pres inf act (attic epic doric) κατά , ἀπό , παρά δέω 2 lack pres inf act (attic epic doric) κατά , ἀπό , παρά δεῖ there is need pres part neut nom/voc/acc sg κατά , ἀπό , παρά δεῖ there is need pres inf act (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυποδούμενος — κατά , ὑπό δέομαι lack pres part mp masc nom sg (attic epic doric) κατά , ὑπό δέω 2 lack pres part mp masc nom sg (attic epic doric) κατά , ὑπό δέω 2 lack pres part mid masc nom sg (attic epic doric ionic) κατά ὑποδέω bind pres part mp masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • Scansion — La scansion est proprement l action de scander un vers, c est à dire d en analyser la métrique ou plus précisément, d en déterminer le schéma métrique ou modèle. Par extension, la déclamation du vers pour faire ressortir ce schéma métrique est… …   Wikipédia en Français

  • ημιδεής — ἡμιδεής, ὲς (Α) 1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος 2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» κατά το ήμισυ 3. (αντί τού ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + δεής (< δέω ή αμάρτυρο *δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν δεής, κατα δεής] …   Dictionary of Greek

  • υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… …   Dictionary of Greek

  • αιχμόδετος — αἰχμόδετος, ον (Α) αυτός που πιάστηκε κατά τον πόλεμο, ο αιχμάλωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμὴ + δετὸς < δέω «δένω»] …   Dictionary of Greek

  • δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… …   Dictionary of Greek

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”