- κατα-δηλέομαι
κατα-δηλέομαι, sehr beschädigen, vernichten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-δηλέομαι, sehr beschädigen, vernichten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
δηλήεις — δηλήεις, εσσα, εν (Α) ο ολέθριος, ο καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δηλέομαι (Ι). Ποιητικός σχηματισμός κατά τα αιγλήεις, φωνήεις κ.ά.] … Dictionary of Greek