- πρό-στομος
πρό-στομος, zugespitzt, geschärft; ξίφος, Poll. 2, 101; Eubul. b. Ath. X, 450 a (v. 10), vielleicht »mit spitzem Munde«.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-στομος, zugespitzt, geschärft; ξίφος, Poll. 2, 101; Eubul. b. Ath. X, 450 a (v. 10), vielleicht »mit spitzem Munde«.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόστομος — ον, Α 1. οξύληκτος, αιχμηρός 2. αυτός που έχει προεξέχοντα χείλη 3. φρ. «πρόστομον ξίφος» κοφτερό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στομος (< στόμα), πρβλ. περί στομος] … Dictionary of Greek
σύστομος — η, ο / σύστομος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σύστομο το γύρω από το στόμα μέρος τού προσώπου, το μουσούδι αρχ. 1. αυτός που έχει στενό στόμα, στενόστομος 2. (για φίλημα) αυτό που γίνεται στόμα με στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στομος (<… … Dictionary of Greek