- κατα-δοξάζω
κατα-δοξάζω, gegen Einen meinen, eine ungünstige Meinung haben, Argwohn oder Mißtrauen hegen, mit acc. c. inf., Xen. An. 7, 7, 30; D. Hal. 6, 10 u. a Sp. auch = simplex, wie Suid. erkl., ἀπεικάζω, νομίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-δοξάζω, gegen Einen meinen, eine ungünstige Meinung haben, Argwohn oder Mißtrauen hegen, mit acc. c. inf., Xen. An. 7, 7, 30; D. Hal. 6, 10 u. a Sp. auch = simplex, wie Suid. erkl., ἀπεικάζω, νομίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… … Dictionary of Greek
φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… … Dictionary of Greek
αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ … Dictionary of Greek
ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η … Dictionary of Greek
περικλήζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «δοξάζω λίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλῄζω «επαινώ, εγκωμιάζω»] … Dictionary of Greek
στεύμαι — Α (επικ. τ.) (αποθ.) προσποιούμαι, καμώνομαι ότι θέλω τάχα να κάνω κάτι ή υπόσχομαι ή και απειλώ ότι δήθεν θα κάνω κάτι («στεῡται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικό ρ. σχηματισμένο από έναν τ. παρατατικού στεῦτο, ο οποίος … Dictionary of Greek
τσίμπλα — και τζίμπλα, η, Ν 1. η λήμη τών ματιών 2. η καύτρα λυχναριού 3. οφθαλμός στην βάση κάθε κληματίδας αμπελιού 4. θηλ. τού τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρήματος τσιμπλιάζω. Η λ. τονίστηκε στην παραλήγουσα, σε αντιδιαστολή προς το αρχ. σιφλή… … Dictionary of Greek