κατα-δαμάζω

κατα-δαμάζω

κατα-δαμάζω, ganz besiegen, bewältigen; praes. erst Sp.; aor. κατεδάμασα, LXX.; med. καταδα-μασάμενοι Thuc. 7, 81; pass., τοῖς ὅπλοις καταδαμασϑῆναι D. Cass. 50, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… …   Dictionary of Greek

  • ημερεύω — (I) ἡμερεύω (Α) [ημέρα] 1. περνώ την ημέρα μου, διημερεύω κάπου («ἡμερεύσαντες ἔν τινι τόπῳ ἐρήμῳ», Ξεν.) 2. ταξιδεύω όλη την ημέρα, οδοιπορώ όλη την ημέρα 3. εργάζομαι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 4. φρ. «ἡμερεύω ἐν πόνοισιν» περνώ τις ημέρες μου …   Dictionary of Greek

  • ιπποδάμειος — α, ο(ον) (ΑΜ ἱπποδάμειος, α και ος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. ζωολ. ιπποδάμεια γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας κοκκινελίδες μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱπποδάμειος ο ιππέας αρχ. 1. η αγορά τού Πειραιά, η οποία κατασκευάστηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • καταστέλλω — (AM καταστέλλω) 1. κάνω κάτι να περιοριστεί, συγκρατώ την ορμή κάποιου, δαμάζω, υποτάσσω, αναχαιτίζω, σταματώ, καταπνίγω 2. κατευνάζω, καταπραΰνω, καθησυχάζω μσν. 1. κυριεύω, υποτάσσω 2. θάβω, ενταφιάζω αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ, ευτρεπίζω,… …   Dictionary of Greek

  • κτιλώ — κτιλῶ, όω (Α) [κτίλος] 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι ήμερο, ημερώνω, δαμάζω («ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων», Ηρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐκτιλωμένοι συνειθισμένοι, συνήθεις» …   Dictionary of Greek

  • λαοδάμας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, νικητής στους αγώνες πυγμαχίας που έγιναν για να τιμηθεί ο Οδυσσέας. 2. Γιος του Αντήνορα, ήρωας των Τρώων, που σκοτώθηκε από τον Αίαντα στη μάχη που δόθηκε κοντά στα πλοία …   Dictionary of Greek

  • οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόδαμνος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που δαμάστηκε για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξό δαμνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”