κατα-δεής [2]

κατα-δεής [2]

κατα-δεής, ές (δεῖ), dem Etwas fehlt, mangelhaft, bes. dürftig; φειδωλὸς καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾶ τάφον ἐπαινοίη Plat. Legg. IV, 719 e; Dem. setzt die καταδεεῖς den εὔποροι entgegen, 10, 36. – Häufiger im compar., an Größe, Werth nachstehend, geringer, πολὺ καταδεεστέραν τὴν δόξαν τῆς ἐλπίδος ἔλαβεν, geringer als er erwartet hatte, Isocr. 2, 7; καταδεέστερος ἄλλων ῥώμῃ 3, 5; καταδεέστερός τινος πρὸς τὸ φρονεῖν 5, 18, καταδεέστερος τούτων ὤν Dem. 27, 2; Pol. 2, 35, 2, früher ἀποδ.; einzeln bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιδεής — ἡμιδεής, ὲς (Α) 1. ο κατά το ήμισυ γεμάτος, ελλιπής, μισογεμάτος 2. φρ. «ἐξ ἡμιδεοῡς» κατά το ήμισυ 3. (αντί τού ημιδαής) μισοκομμένος, μισοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + δεής (< δέω ή αμάρτυρο *δέος «έλλειψη»), πρβλ. εν δεής, κατα δεής] …   Dictionary of Greek

  • νηδεής — νηδεής, ές (Α) πιθ. αυτός που δεν αισθάνεται δέος, άφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. κατα δεής, περι δεής] …   Dictionary of Greek

  • υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… …   Dictionary of Greek

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • οψοδεία — ὀψοδεία ή ὀψοδεΐα, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἔνδεια τῶν ὄψων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δεια (< δεής < δέομαι), πρβλ. σιτο δεία] …   Dictionary of Greek

  • περιρρηδής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι 2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο 3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του 4. ύπτιος, υπτιασμένος 5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”