κατα-μικρόν

κατα-μικρόν

κατα-μικρόν, d. i. κατὰ μικρόν, besser getrennt geschrieben, im Kleinen, stückweis; von der Zeit, nach und nach, allmälig.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ՓՈՔՐ — (քու քուէ, քունք, քունց, քումբք.) NBH 2 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. μικρός parvus, parvulus, paucus, pauxillus ἑλάττων, σσων minor ἑλάχιστος minimus. որ եւ ՓՈՔՐԻԿ. Նուազ՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՍԱԿԱՒ — (ուց, ուց.) NBH 2 0684 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 14c ա. ὁλίγος, η, ον, μικρός, ρά, ρόν paucus, a, um ὁλιγοστός perpaucus, paucissimus ἑλάττων, σσον, ἤττον, ἤσσον minor, minus βραχύς, χύ brevis, ve,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ИОАСАФ НОВЫЙ КУКУЗЕЛЬ — [греч. ᾿Ιωάσαφ ὁ νέος Κουκουζέλης], мон., греч. мелург. Согласно свидетельствам источников, расцвет творческой деятельности И. Н. К. приходится на нач. XVII в., когда он жил на Афоне. Биографические сведения о нем известны гл. обр. из ремарок к… …   Православная энциклопедия

  • σπλάγχνο — το / σπλάγχνον, ΝΜΑ, και σπλάχνο Ν και σπλάγχανον Α 1. συν. στον πληθ. τα σπλάγχνα α) τα όργανα τού σώματος που βρίσκονται μέσα στις μεγάλες κοιλότητες τού οργανισμού, στην κρανιακή, στη θωρακική, στην κοιλιακή και στην πυελική β) τα σωθικά,… …   Dictionary of Greek

  • OBOLUS — Graece ὀβολὸς, nummi genus minutum. Nomen tulit, quod Atheniensium nummus Ὀβολὸς obelum in cusum ostentaverit: an potius a figura obeli, quam primitus habuit. Ita enim Eustathius in Il. α. Ὀβολὸν σιδήρου ἔλασμά τι ἔλεγον. χῆμα μὲν πῶς ἔχων ὀβολοῦ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • ησυχή — ἡσυχῇ και δωρ. ἁσυχᾷ (Α) επίρρ. 1. ήρεμα, ήσυχα 2. αθόρυβα, σιωπηρά, αργά, σιγά («ἡσυχῇ γελάσαι», Πλάτ.) 3. ακίνητα, αδρανώς («κατέκειτο... ἡσυχῇ», Πλάτ.) 4. με ψυχική γαλήνη, με ήρεμη διάθεση, με ήσυχη διάθεση («ἡσυχῇ καί κατὰ μικρὸν… …   Dictionary of Greek

  • καταμικρόν — επίρρ. λίγο λίγο, βαθμιαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά μικρόν «λίγο λίγο»] …   Dictionary of Greek

  • ԳԱՄ — I. (եկի, եկ, եկայք, եկեալ, գալ.) NBH 1 0525 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 10c, 12c, 13c, 14c չ. ἤκω, ἕρχομαι, βαίνω, πάρειμι Venio, adsum, adeo եւ այլն. Եկաւորել. փոխիլ անտի այսր, ʼի հեռաւոր վայրէ ʼի մօտաւորն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”