κατα-δρομή

κατα-δρομή

κατα-δρομή, , 1) das Anrennen gegen Einen, der Streifzug, Thuc. 1, 142; τὴν χώραν καταδρομαῖς λείαν ἐποιεῖτο 8, 41; καταδρομὰς ποιεῖσϑαι 7, 27, wie Xen. Cyr. 3, 3, 23; καταδρομῆς γενομένης τῶν φυγάδων Lys. 20, 28; ὥςπερ καταδρομὴν ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Plat. Rep. V, 472 a; vgl. καταδρομὴν μέλλει ποιεῖσϑαι περὶ ἐμοῦ Aesch. 1, 135. Oft bei Pol., auch übertr., κατὰ τοῦ Ἐφόρου Τίμαιος πλείστην πεποίηται καταδρομήν 12, 23, 1, er zieht gegen ihn mit heftigem Tadel los; auch öfter bei Ath. – 2) Zufluchtsort, Schlupfwinkel, Ael. H. A. 2, 9. 5, 49.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προσδρομή — ἡ, Α 1. (ως στρατιωτικός ελιγμός) έφοδος («προσδρομὴ πεζῶν», επιγρ.) 2. αιφνιδιαστική επίθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δρομή (< δρομ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δρεμ , τής οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα εμφανίζει το απρμφ. αορ. τού τρέχω:… …   Dictionary of Greek

  • ευκατάδρομος — εὐκατάδρομος, ον (Α) αυτός που λεηλατείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα δρομή] …   Dictionary of Greek

  • συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”