κατα-γέλαστος

κατα-γέλαστος

κατα-γέλαστος, verlacht, zu verlachen, lächerlich; Πέρσας μὴ ποιήσῃς καταγελάστους γενέσϑαι Ἕλλησι Her. 8, 100; φοβοῦμαι, οὔτι μὴ γελοῖα εἴπω, ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα Plat. Conv. 189 b; Rep. VII, 518 b; πάντων καταγελαστότατον Isocr. 4, 176; καταγέλαστος εἶ Ar. Nubb. 849. – Adv., Plat. Legg. VI, 781 c; καταγελάστως χρῆσϑαι τῷ σώματι Aesch. 1, 32, vgl. 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γελανής — γελανής, ές (Α) γελαστός, χαρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γελασ νής < *γελασνός < (θ.) γελάσ γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής] …   Dictionary of Greek

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”