κατα-κολλάω

κατα-κολλάω

κατα-κολλάω, verleimen, festleimen, u. übh. verbinden, zusammenfügen, Hippocr.; αἱ ϑύραι ϑυΐναις κατεκεκόλληντο σανίσι Callixen. bei Ath. V, 205 b; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατακεκολλημένην — κατά κολλάω glue perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακεκολλήσθω — κατά κολλάω glue perf imperat mp 3rd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκεκόλληντο — κατά κολλάω glue plup ind mp 3rd pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκολλᾶτο — κατά κολλάω glue imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεκόλλησε — κατά κολλάω glue aor ind act 3rd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • λίπτω — (Α) 1. (ενεργ και μέσ.) επιθυμώ σφοδρά 2. μέσ. λίπτομαι είμαι πρόθυμος για κάτι («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα *lip τής ΙΕ ρίζας *leip «ποθώ, ζητώ από κάποιον» και συνδέεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”