- κατα-κηλητικός
κατα-κηλητικός, ή, όν, bezaubernd; ϑυσίαι Ael. H. A. 17, 19, bessere Lesart für die vulg. κατακλητικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κηλητικός, ή, όν, bezaubernd; ϑυσίαι Ael. H. A. 17, 19, bessere Lesart für die vulg. κατακλητικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.