κατα-κοιμάω

κατα-κοιμάω

κατα-κοιμάω, 1) einschläfern, schlafen lassen, zu Bett od. in Schlaf bringen; κατακοιμήσαντ' ἐκεί-νους Plat. Conv. 223 d, mit der auch in den folgdn Stellen sich oft findenden v. l. κατακοιμίσαντα; vgl. Her. 8, 135; Luc. Asin. 6. Uebertr., οὐδὲ μάν ποτε Λάϑα κατακοιμάσει Soph. O. R. 870, κατεκοίμησα τοὐμὸν ὄμμα 1222, das Auge ruhen lassen. – 2) verschlafen, κατακοιμᾶν τὴν φυλακήν Her. 9, 93. – Pass., sich schlafen legen, einschlafen, schlafen; κατεκοιμήϑημεν ἐν ἔντεσιν οἷσιν ἕκαστος Il. 11, 731; 9, 427; παρ' ἀλόχῳ 2, 353; Ar. Thesm. 46; κατακοιμηϑέντες ἐν τῷ ἱρῷ, οὐκέτι ἀνέστησαν Her. 1, 31; Folgde, wie Pol. 3, 67, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”