- κατα-κοινωνέω
κατα-κοινωνέω, dasselbe; οἱ ἀποδόμενοι καὶ κατακοινωνήσαντες (v. l. κατακοινώσαντες) τὰ τῆς πόλεως, von den Verräthern, die dem Philipp Mittheilungen machten, Aesch. 3, 66; vgl. Dem. 32, 25 κατακοινωνήσας τούτοις τῆς μὲν ὠφελείας τούτους ποιῆσαι μερίτας; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.