κατα-κλύζω

κατα-κλύζω

κατα-κλύζω, überfluthen, überschwemmen; Pind. χϑόνα Ol. 9, 54; ὅπα κῦμα κατακλύσσει ῥέον 11, 10; Thuc. 3, 89; ὅταν οἱ ϑεοὶ τὴν γῆν ὕδασι καϑαίροντες κατακλύζωσιν Plat. Tim. 22 d; ὑπ' ὄμβρων κατακλυζόμενοι Isocr. 11, 12; Sp. – Uebertr., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν κατακλυσϑῆναι τὴν πόλιν Aesch. Spt. 1070; vgl. Eur. Or. 342; τὴν Φρυγῶν πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν Troad. 995; εἰ μὴ γὰρ ἐπιβύσει τις αὐτοῦ τὸ στόμα, ἅπαντα κατακλύσει ποιήμασιν Cratin. beim Schol. Ar. Equ. 523; κατακλυσϑεῖσαν ὑπὸ ψόγου ἢ ἐπαίνου Plat. Rep. VI, 492 c; Sp., wie χρυσίῳ κατακεκλυσμένος, bestochen, Plut. Dem. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύγκλυς — και αττ. τ. ξύγκλυς» υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α 1. αυτός που τόν κατέκλυσαν από παντού τα κύματα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • βλύζω — (AM) (για υγρά) 1. αναβλύζω, αναπηδώ 2. αναδίδω, βγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. gάlati «στάζω, σταλάζω», αρχ. άνω γερμ. quellan *αναβλύζω, πηγάζω, προεξέχω» και σχηματίζεται κατά τα φλύζω, κλύζω] …   Dictionary of Greek

  • κατακλύζω — (AM κατακλύζω) 1. πλημμυρίζω, υπερκαλύπτω έδαφος με νερό (α. «ο ποταμός κατέκλυσε την πεδιάδα» β. «ὅταν οἱ θεοὶ τὴν γῆν καθαίροντες ὕδατι κατακλύζωσιν», Πλάτ.) 2. γεμίζω κάτι με πολύ νερό 3. (μέσ. παθ.) κατακλύζομαι είμαι ή γίνομαι υπερπλήρης από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”