κατ-αιθύσσω

κατ-αιθύσσω

κατ-αιθύσσω, von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίϑυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιϑύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταίθυξ — (Α) 1. ορμητικός 2. φρ. «καταῑθυξ ὄμβρος» ραγδαία βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ αιθύσσω] …   Dictionary of Greek

  • καταιθύσσω — (Α) 1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα δώθε («ἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.) 2. διαχέω («Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”