κατα-καίριος

κατα-καίριος

κατα-καίριος, = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλϑῃ; δισκηϑεὶς κατακαίριος ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • ԲՈՒՆ — (բնի, կամ բնոյ, իւ կամ աւ, ից, իւք.) NBH 1 511 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. պրս. պիւն. στέλεχος truncus, stipes, καυλός caulis, scapus Հաստարան տնկոց եւ բուսոց՝ ʼի ներքին արմատոյ կամ ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”