καται-βάτις

καται-βάτις

καται-βάτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, hinabsteigend, Lyc. 497; τρίβος, hinabführend, abschüssig, Lycophr. 90; κέλευϑος Ap. Rh. 2, 353. 3, 160 u. a. Sp. Aber Θεσσαλὶς κόρη ψευδὴς σελήνης αἰϑέρος καταιβάτις, Sosiphan. bei Schol. Ap. Rh. 3, 533, ist = die den Mond herabzaubernde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μορτοβάτη — και μορτοβάτις, ἡ (Α) (για τη βάρκα τού Χάρωνος) αυτή που επιβαίνεται, που πατιέται από τους νεκρούς («μορτοβάτιν ἀνθρωποβάτιν ναῡν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μορτός + βάτη / βάτις (< βαίνω), πρβλ. ακανθο βάτις, καται βάτις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”