- κατα-γνάπτω
κατα-γνάπτω, zerkratzen; Eur. Troad. 1252 τὰς μεγάλας ἐλπίδας ἐπὶ σοὶ κατέγναψε βίου, jetzt in κατέκαμψε geändert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-γνάπτω, zerkratzen; Eur. Troad. 1252 τὰς μεγάλας ἐλπίδας ἐπὶ σοὶ κατέγναψε βίου, jetzt in κατέκαμψε geändert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.