- κατα-καλέω
κατα-καλέω (s. καλέω), herunter-, herbeirufen; ἐκ τῆς μητροπόλεως κατακληϑείς Thuc. 1, 24; δούλους ἐπ' ἐλευϑερίᾳ κατακεκλημένους Strab. XIV, 646; – zurückrufen, τοὺς φεύγοντας Pol. 26, 5, 1 u. Sp.; – anrufen, τοὺς ϑεούς Plut. Them. 13, im med.; App. Pun. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.