- κατ-αγγίζω
κατ-αγγίζω, in ein Gefäß thun, Diosc. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αγγίζω, in ein Gefäß thun, Diosc. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταγγίζω — (ΑM μεταγγίζω) μεταφέρω υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.) νεοελλ. διοχετεύω υγρό μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) μεταγγίζομαι (για την ψυχή κατά την πυθαγόρεια μετεμψύχωση) μεταφέρομαι σε άλλο σώμα («ἐρῶ δὲ ὑμῑν… … Dictionary of Greek
καταγγίζω — (AM) μσν. παραγεμίζω αρχ. χύνω μέσα στο αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. εξ αγγίζω, μετ αγγίζω] … Dictionary of Greek
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… … Dictionary of Greek
καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο … Dictionary of Greek
καθικνούμαι — καθικνοῡμαι, έομαι (Α) (αποθ. ρ.) 1. μτφ. καταλαμβάνω, βρίσκω, αγγίζω («ἐπεί με καθίκετο πένθος ἄλαστον», Ομ. Οδ.) 2. πλήττω («μέσον κάρα διπλοῑς κέντροισί μου καθίκετο», Σοφ.) 3. φθάνω σε κάτι, επιτυγχάνω, κατορθώνω («ταχέως καθικνεῑτο τῆς… … Dictionary of Greek
κατευθικτώ — κατευθικτῶ, έω (Α) ψάχνοντας βρίσκω το αληθινό μέρος, εγγίζω καλά, επιτυγχάνω ακριβώς («τῇ δὲ πληγῇ μὴ κατευθικτήσας διὰ τὴν τοῡ ἀγῶνος σπουδήν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐθικτῶ «αγγίζω, ψαύω»] … Dictionary of Greek
πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… … Dictionary of Greek
τσαλακώνω — Ν 1. διπλώνω κάτι πρόχειρα έτσι ώστε να σχηματίσει ζάρες, ζαρώνω, σουφρώνω («αφού τσαλάκωσε το χαρτί, τό πέταξε») 2. μτφ. εξευτελίζω, καταρρακώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. τσαλακώνω συνδέεται με το ρ. ψαλάσσω «αγγίζω ελαφρά» και έχει… … Dictionary of Greek
φλήναφος — ο, ΝΜΑ αυτός που φλυαρεί, που μωρολογεί αρχ. φλυαρία, μωρολογία. επίρρ... φληνάφως Α με φληναφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Το όν. φλήναφος και το ρ. φληναφῶ είναι λ. τού καθημερινού λεξιλογίου οι οποίες έχουν σχηματιστεί από ένα θ. φλην / φλᾱν το οποίο πρέπει να … Dictionary of Greek