κατ-αιγίς

κατ-αιγίς

κατ-αιγίς, ίδος, ἡ, ein plötzlich von oben herabfahrender Windstoß, ein plötzlich einbrechender Sturm, s. Arist. mund. 4; εὔρου τρηχεῖα καὶ αἰπήεσσα καταιγίς Leon. Tac. (VII, 273), wie Pers. 8 (VII, 501); mit ζάλη vbdn D. Cass. 74, 12; Plut. Fab. Max. 12 u. a. Sp., auch übertr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • καταιγίζω — (Α καταιγίζω) ορμώ σαν θύελλα νεοελλ. (στην πολεμική τέχνη) ρίχνω εναντίον τού εχθρού βροχή βλημάτων αρχ. 1. είμαι θυελλώδης 2. (για τόπους) έχω καταιγίδες, θύελλες 3. παθ. καταιγίζομαι (για τόπους και ιδίως για τη θάλασσα) προσβάλλομαι από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”