κατα-κεάζω

κατα-κεάζω

κατα-κεάζω, zerspalten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

  • κέρνα — (I) κέρνα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) ἀξίνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ. αντί κέαρνα, κατά τον Ησύχ. «σίδηρα τεκτονικά» (< κεάζω «σχίζω»)]. (II) κέρνα, ἡ, πληθ. και κέρνα, τὰ (Α) στον πληθ. αἱ κέρναι και τα κέρνα οι πλάγιες εκφύσεις τής… …   Dictionary of Greek

  • κέαρνον — κέαρνον, τὸ (Α) εργαλείο τού ξυλουργού και τού βυρσοδέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεάζω, κατά το σκέπαρνον] …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • σκέπαρνο — το / σκέπαρνον, ΝΑ, και σκέπαρνος, ὁ, Α το σκεπάρνι αρχ. 1. ξυλουργικό εργαλείο με διπλή αμφίπλευρη κοπτική αιχμή, τής οποίας η μία πλευρά είναι μεγάλη και η άλλη μικρή («σκέπαρνον τὸν ἀμφίστομον πέλεκυν», Ησύχ.) 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”