κατα-ζεύγνῡμι

κατα-ζεύγνῡμι

κατα-ζεύγνῡμι (s. ζεύγνυμι), auch καταζευγνύω, – 1) anspannen, anschirren; ὅταν ἐν ἅρματι καταζευγνύῃ σϑένος ἵππιον Pind. P. 2, 11; binden, zusammenschnüren, einsperren, ἐν τυμβήρει ϑαλάμῳ κατεζεύχϑη, von der Danae, Soph. Ant. 938; ὑπ' ἀναγκαίης κατεζεύχϑη μείζονος ἢ ὥστε ἀφίστασϑαι Her. 8, 23. – Uebh. verbinden, ταῖς οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσι Plat. Legg. XI, 753 e; δύο πλοῖα κατεζευγμένα D. Sic. 20, 86. – 2) abspannen, ausruhen; von einem Heere = sich lagern, ein Lager beziehen; Pol. 18, 3, 5; πρὸς τὸν ποταμόν u. παρὰ τὸν ποταμόν, 3, 95, 3. 8, 15, 2; Plut. Sull. 2. Auch von Ansiedlern, sich niederlassen, ἐν τῇ πόλει Pol. 5, 80, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… …   Dictionary of Greek

  • ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… …   Dictionary of Greek

  • ισοζυγής — ές (Α ἰσοζυγής, ές) ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο αρχ. ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ , πρβλ. ἐ ζύγ ην, παθ. αόρ. τού ζεύγνυμι*), πρβλ. μονο ζυγής, νεο ζυγής] …   Dictionary of Greek

  • καταδηνύω — και καταδήω (Α) δένω με μαγικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε (ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα δίδημι)] …   Dictionary of Greek

  • ζευκτός — και ζευτός, ή, ό (Α ζευκτός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ζευχθεί ή αυτός που έχει ζευχθεί («ζευκτοὶ βόες», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ζευκτό(ν) και ζευτό (στις οικοδομές) ο τριγωνικός σκελετός τής στέγης που αποτελείται από συναρμογή …   Dictionary of Greek

  • ζευξίγαμος — ζευξίγαμος, ἡ (Α) (για τον πλανήτη Αφροδίτη) αυτή που συνδέει με τους δεσμούς τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι + γάμος ζευξι (< ζεύγνυμι πρβλ. και ζευξί λεως κατά τα σύνθετα τού τύπου τερψί μβροτος + γαμος, (< γάμος) πρβλ. α πειρό γαμος,… …   Dictionary of Greek

  • ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόζευκτος — ον, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που μόλις παντρεύτηκε ή αυτός που παντρεύτηκε για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ζευκτός (< ζεύγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • συζυγής — ές, ΝΑ αυτός που έχει ζευχθεί, που έχει ενωθεί με άλλον, συνδεδεμένος με άλλον νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που βρίσκεται σε αναλογία, σε αντιστοιχία με άλλον, ανάλογος, παράλληλος 2. φυσ. χημ. χαρακτηρισμός διαδοχικών ομοιοπολικών χημικών δεσμών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”