κατα-κόπτω

κατα-κόπτω

κατα-κόπτω, nieder-, zusammenhauen, tödten; Her. 1, 73; Xen. Hell. 4, 8, 30; κατακοπῆναι An. 1, 2, 25; κατακεκόψεσϑαι 1, 5, 16; Thuc. 7, 29, vgl. 4, 128; Folgde überall; übtr., wie unser »Einen todt machen«, Anaxipp. Ath. VIII, 404 b; – schlachten, κατεκόπησαν Ar. Av. 1686; κριὸν κατακόψαι καὶ ἀποδεῖραι Her. 2, 42; Theocr. 14, 14. – Zerschneiden, zernagen; ἔρια ὑπὸ τῶν σέων κατακοπτόμενα Ar. Lys. 730; στεφάνους, τὰ πομπεῖα, Dem. 24, 161. 178; zerschlagen, τὰ ἀγάλματα D. Sic. 16, 57; τὸν κέραμον Pol. 5, 25, 3; übertr., τὸ ϑράσος ἐκκέκλασται καὶ κατακέκοπται Plut. amator. 18; – χρυσίον, ausprägen, Geld schlagen, Her. 3, 96, woran man auch Xen. Hell. 1, 5, 3 denken kann; τὰς χρυσᾶς πλίνϑους κατέκοψεν εἰς νόμισμα D. Sic. 16, 56. – Med. eigtl. sich schlagen, τινά, ihn betrauern, Sp. Vgl. simplex.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόμμα — Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την… …   Dictionary of Greek

  • κοφτός — ή, ό (Α κοπτός, ή, όν) [κόπτω] κομμένος («κοφτό μακαρονάκι») νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με κοπή ή τομή («κοφτές βεντούζες») 2. φρ. «κοφτά λόγια» σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα λόγια β) «κοφτή κουταλιά» κουταλιά όχι πολύ γεμάτη, περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • -άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • λωλώ — (I) λωλώ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅταν σῡκα μετά γιγάρτων φωσθῇ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τον τ. λῶλον*]. (II) λωλῶ (Α) [λώλον] (κατά τον Ζωναρά) «σῡκον μετά γιγάρτων κόπτω» …   Dictionary of Greek

  • οστεοκόπος — ο (Α ὀστεοκόπος και ὀστοκόπος) νεοελλ. φρ. «οστεοκόπος πόνος» ισχυρός πόνος, σαν να σπάζουν τα οστά, που εμφανίζεται κατά το δεύτερο στάδιο τής σύφιλης στο κρανίο, στην περόνη και στην κλείδα αρχ. φλεγμονώδης προσβολή κατά την οποία ο ασθενής… …   Dictionary of Greek

  • παυσικάπη — ἡ, Α 1. στρογγυλός κλοιός σαν φίμωτρο, που εξείχε πάνω από το κεφάλι, τον οποίο φορούσαν στους δούλους για να εμποδίζονται να τρώνε αλεύρι ή ζυμάρι κατά το άλεσμα τού σιταριού ή κατά το ζύμωμα 2. όμοιο φίμωτρο τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου… …   Dictionary of Greek

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • άκοπος — (I) η, ο (Α ἄκοπος, ον) (και άκοβος, η, ο) αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.) 2. όποιος δεν… …   Dictionary of Greek

  • εύκοπος — εὔκοπος, ον (Α) αυτός που γίνεται με μικρό κόπο, ο εύκολος («τοῡτο... κατὰ δὲ τὴν τῶν Ῥωμαίων ἀγωγὴν εὔκοπον», Πολ.). επίρρ... εὐκόπως (ΑΜ) το συγκρ. εὐκοπώτερον (ΑΜ) και εὐκοπωτέρως (Μ) εύκολα, με ευκολία το συγκρ., με μεγαλύτερη ευκολία.… …   Dictionary of Greek

  • καλοκοπώ — καλοκοπώ, εω, (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλοκοπῆσαι ξυλοκοπῆσαι ἢ σχοινοκοπῆσαι»· [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, το «ξύλο» ή < κάλως, ὁ «χοντρό σχοινί» + κοπῶ (< κοπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο κοπώ, υλο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”