- κατα-κωμάζω
κατα-κωμάζω, daherschwärmen (s. das simplex); vom Unglück, einbrechen, einstürmen, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Οἰδιπόδα Eur. Phoen. 355.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-κωμάζω, daherschwärmen (s. das simplex); vom Unglück, einbrechen, einstürmen, τὸ δαιμόνιον κατεκώμασε δώμασιν Οἰδιπόδα Eur. Phoen. 355.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμασία — (κωμασία, ἡ (Α) [κωμάζω] (στην Αίγυπτο) θρησκευτική ή πανηγυρική πομπή κατά την οποία γινόταν περιφορά τών ειδώλων τών θεών («ἐν ταῑς καλουμέναις κωμασίαις, τῶν θεῶν χρυσᾱ ἀγάλματα, δύο μὲν κύνας, ἕνα δὲ ἱέρακα περιφέρουσι», Κλήμ. Αλ.) … Dictionary of Greek