- κατ-αιχμάζω
κατ-αιχμάζω, niederkämpfen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αιχμάζω, niederkämpfen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταιχμάζω — (Α) χτυπώ συνεχώς με την αιχμή, καταβάλλω πλήττοντας με το δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰχμάζω «χτυπώ με το δόρυ» (< αἰχμή)] … Dictionary of Greek