κατα-κτείνω

κατα-κτείνω

κατα-κτείνω (s. κτείνω), fut. κατακτενῶ, ion. κατακτανῶ, ep. κατακτανέω; aor. vorherrschend I. κατέκτεινα, mehr poetisch II. κατέκτανον, doch Xen. hat κατακτανών An. 4, 8, 25, κατακτανεῖν 7, 6, 37, u. 1, 9, 6, wo Krüger κατέκανε lies't, haben viele mss. κατέκτανε, wie 1, 10, 7; Hom. auch κάκτανε, Il. 6, 164; ep. κατέκταν, 4, 319, κατέκτα, 2, 662, wie Aesch. Eum. 438; inf. κατα κτάμεναι, Hes. Sc. 453 κακτάμεναι, u. κατακτάμεν; κατακτάμενος, mit pass. Bdtg, Od. 16, 106; aor. pass. κατεκτάϑην, davon κατέκταϑεν, für κατεκτάϑησαν, Il. 5, 558 u. öfter; fut. med. κατακτανέεσϑε in pass. Bdtg 14, 481; – tödten, ermorden, im Kampf erlegen, erschlagen; Hom. u. Folgde überall; auch μῆλα, Od. 24, 66 u. sonst; perf. κατέκτονα Aesch. Eum. 557; in Prosa erst später recht gebräuchlich, wie bei Plut. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καίνω — (Α) φονεύω, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, το ρ. καίνω σχηματίστηκε υποχωρητικά και κατ απόσπασιν από το απρμφ. αορ. κατα κανεῑν, το οποίο προέκυψε ανομοιωματικά από το απρμφ. αορ. κατα κτανεῑν του ρ. κατακτείνω. Δεδομένης όμως τής παλαιότητας… …   Dictionary of Greek

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

  • είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτοκτόνος — ο 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να σκοτώνει τα παράσιτα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρασιτοκτόνα (φαρμ.) προϊόντα, συνήθως συνθετικά, που εξοντώνουν τα παράσιτα είτε στα ελεύθερα τους στάδια, π.χ. προνυμφοκτόνα, ωαριοκτόνα κ.ά., είτε κατά την …   Dictionary of Greek

  • φαβοκτόνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ περιστεράς φονεύων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φάψ, φαβός «άγριο περιστέρι» + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ταυρο κτόνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”