- κατ-αισιμόω
κατ-αισιμόω, verbrauchen (vgl. ἀναισιμόω); πῶμα κατῃσίμωκα, d. i. austrinken, Epinic. bei Ath. X, 432 c; κατῃσίμωται πάντα Eubul. ib. XIV, 622 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αισιμόω, verbrauchen (vgl. ἀναισιμόω); πῶμα κατῃσίμωκα, d. i. austrinken, Epinic. bei Ath. X, 432 c; κατῃσίμωται πάντα Eubul. ib. XIV, 622 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.