- προ-ανά-στασις
προ-ανά-στασις, ἡ, das Aufstehen vorher, Phot. bibl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ανά-στασις, ἡ, das Aufstehen vorher, Phot. bibl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek