κατα-νύσσω

κατα-νύσσω

κατα-νύσσω, att. -νύττω, zerstechen, übh. Schmerz verursachen, auch geistig, betrüben, LXX u. N. T.; bes. pass., κατενύχϑην u. κατενύγην, κατανυγήσεται, Hesych. erkl. κατανένυγμαι, neben λελύπημαι, auch durch ἡσύχασα, aus LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκατάνυκτος — εὐκατάνυκτος, ον (Μ) 1. αυτός που μετανοεί, που μεταμελείται εύκολα 2. εκείνος που εύκολα νιώθει θρησκευτική κατάνυξη. επίρρ... εὐκατανύκτως με μεγάλη κατάνυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα νυκτος (< κατα νύσσω), πρβλ. α κατά νυκτος, δυσ κατά… …   Dictionary of Greek

  • κατανύσσω — κατανύσσομαι pres subj act 1st sg κατανύσσομαι pres ind act 1st sg κατανύσσω stab pres subj act 1st sg κατανύσσω stab pres ind act 1st sg κατᾱνύσσω , κατανύω aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) κατανύω aor subj act 1st sg (epic) κατανύω fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκχάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νύσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικού ενεστ. σε άζω τού ρ. νύσσω με δασύ σύμφωνο (πρβλ. ὀχέομαι / ὀχέω και ὀκχέω / ὄκχος), πρβλ. και νύγμα / νύχμα] …   Dictionary of Greek

  • νύγει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τῷ κέντρῳ πλήττει». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ τού νύσσω* «τρυπώ με αιχμηρό εργαλείο» (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ ην)] …   Dictionary of Greek

  • νύγω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νύσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νύγει] …   Dictionary of Greek

  • νύξη — η (ΑΜ νύξις, εως, Α ιων. γεν. ιος) [νύσσω] κέντρισμα με αιχμηρό όργανο, κεντιά, τσίμπημα νεοελλ. 1. επιφανειακή λύση τής συνέχειας τού δέρματος, όπως αυτή που γίνεται κατά τον δαμαλισμό 2. (στην οπλομαχητική) το χτύπημα που δίνεται με την αιχμή… …   Dictionary of Greek

  • σκνίπτω — Α [σκνίψ, σκνιπός] (κατά τον Ησύχ.) νύσσω, τσιμπώ, κεντώ …   Dictionary of Greek

  • υπονύσσω — Α 1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτω («ἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ ὑπένυξεν», Θεόκρ.) 2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω 3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω 4. (το μέσ. στο γ πρόσ.) ὑπονύσσεται (κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ψάλλω — ΝΜΑ, και ψέλνω Ν άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια νεοελλ. 1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο») 2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;») 3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω 4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”