- προ-μαλάσσω
προ-μαλάσσω, att. -ττω, vorher erweichen, Arist. probl. 2, 32; durch Bestechung u. dgl. vorbereiten, Plut. Caes. 6; Philo u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-μαλάσσω, att. -ττω, vorher erweichen, Arist. probl. 2, 32; durch Bestechung u. dgl. vorbereiten, Plut. Caes. 6; Philo u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεκμαλάσσοντα — πρό , ἐκ μαλάσσω make soft pres part act neut nom/voc/acc pl προεκμαλάσσοντα , πρό , ἐκ μαλάσσω make soft pres part act masc acc sg προεκμαλάσσοντα , πρό ἐκμαλάσσω relax pres part act neut nom/voc/acc pl προεκμαλάσσοντα , πρό ἐκμαλάσσω relax pre … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προανατρίβω — Α τρίβω ή κοπανίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνατρίβω «τρίβω συνέχεια, μαλάσσω»] … Dictionary of Greek
προκαταψώ — άω, Α τρίβω καλά, καθαρίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταψῶ «μαλάσσω, τρίβω»] … Dictionary of Greek
προμάλακτον — τὸ, Α το προμαλακτήριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαλακτός (< μαλάσσω)] … Dictionary of Greek
προμάσσω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ζυμῶ πρότερον». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω»] … Dictionary of Greek
προμαλακύνω — Α προμαλάσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαλακύνω «μαλακώνω, μαλάσσω»] … Dictionary of Greek