- κατα-βραβεύω
κατα-βραβεύω, als Kampfrichter gegen Einen entscheiden, übh. verurtheilen; Dem. 21, 93 ἐπιστάμεϑα Στράτωνα ὑπὸ Μειδίου καταβραβευϑέντα; Sp., wie Schol. H. 1, 399.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-βραβεύω, als Kampfrichter gegen Einen entscheiden, übh. verurtheilen; Dem. 21, 93 ἐπιστάμεϑα Στράτωνα ὑπὸ Μειδίου καταβραβευϑέντα; Sp., wie Schol. H. 1, 399.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… … Dictionary of Greek