- κατ-είλω
κατ-είλω, richtiger κατείλλω zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-είλω, richtiger κατείλλω zu schreiben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… … Dictionary of Greek
κατειλώ — κατειλῶ, έω και κατείλλω και κατίλλω (Α) 1. μαζεύω σε στενό χώρο, συμπιέζω, περιορίζω, στριμώχνω («κατειλήθησαν ἐς Διὸς στρατίου ἱρόν», Ηρόδ.) 2. περιτυλίγω («ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν», Λουκιαν.) 3. διπλώνω, συμπτύσσω 4. παθ. επιγρ.… … Dictionary of Greek
λώμα — το (AM λώμα, ατος) νεοελλ. ναυτ. σχοινί που ράβεται γύρω γύρω από το ιστίο για να τό ενισχύσει και να τό προφυλάξει από τον άνεμο, κν. γραντί μσν. κλωστή, νήμα αρχ. 1. το κράσπεδο, η άκρη τού ενδύματος, η ούγια («καὶ ποιήσεις ὑπὸ τὸ λῶμα τοῡ… … Dictionary of Greek