- κατ-ιάς
κατ-ιάς, άδος, ἡ (καϑιέναι), ein chirurgisches Instrument zum Schneiden, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ιάς, άδος, ἡ (καϑιέναι), ein chirurgisches Instrument zum Schneiden, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανίας — Ορεινός οικισμός (23 κάτ., υψόμ. 960 μ.), στην επαρχία Καρδίτσας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (31 τ. χλμ., 85 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μεγαλύτεροι οικισμοί, η Ρωμιά (25 κάτ., υψόμ. 840 μ.), το Αετοχώρι… … Dictionary of Greek
ξεριάς — Πεδινός οικισμός (483 κάτ., υψόμ. 100), στην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ.χλμ., 483 κάτ.). * * * ο παραπόταμος που ξεραίνεται το καλοκαίρι ξεροπόταμος, χείμαρρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. ιάς… … Dictionary of Greek
τραυματίας — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρωματίας Α αυτός που φέρει τραύμα, τραυματισμένος, λαβωμένος (α. «τραυματίας πολέμου» αυτός που τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια πολεμικής ενέργειας και, κατ επέκτ., αυτός που έχει υποστεί μόνιμη σωματική βλάβη από τραυματισμό… … Dictionary of Greek
Ναϊάδα — η (Α Ναϊάς, ιων. τ. Νηϊάς) συν. στον πληθ. οι Ναϊάδες (ελλ. μυθ.) νύμφες τών γλυκών νερών, πηγών, ποταμών, λιμνών κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τις Νηρηίδες, που ήταν νύμφες τών θαλασσών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το θ. νᾱ τού ρ. νάω «ρέω» με… … Dictionary of Greek
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek
καικίας — Μυθολογικό πρόσωπο. Αποτελούσε προσωποποίηση του ομώνυμου βορειοανατολικού ανέμου των αρχαίων. Ο Αριστοφάνης αναφέρει ότι ήταν άστατος άνεμος και προμηνούσε κακοκαιρία. Στο Ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, στην Αθήνα, ο Κ. απεικονίζεται ως γέρος… … Dictionary of Greek
σκαφτιάς — και σκαφιάς και σκαφάς, ο, Ν σκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτεροι τ. τού σκαφέας με κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς) και ιάς (πρβλ. γραφ ιάς). Ο τ. σκαφτιάς κατ επίδραση τού σκάφτω] … Dictionary of Greek
ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… … Dictionary of Greek
νεανίας — ο, θηλ. νεάνις και νεάνιδα (ΑΜ νεανίας, θηλ. νεᾱνις, Α ιων. τ. νεηνίης, θηλ. νεῆνις και συνηρ. τ. νῆνις) νεαρός ως προς την ηλικία μσν. πολεμιστής αρχ. 1. (με καλή σημ.) ορμητικός, γενναίος, δραστήριος 2. (με κακή σημ.) προπετής, αυθάδης,… … Dictionary of Greek