- κατ-ιάπτω
κατ-ιάπτω, verstärktes simpl., in tmesi, κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτειν Od. 2, 376. 4, 749, Hosch. 4, 1 κατὰ ϑυμὸν ἰάπτεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ιάπτω, verstärktes simpl., in tmesi, κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτειν Od. 2, 376. 4, 749, Hosch. 4, 1 κατὰ ϑυμὸν ἰάπτεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
κατιάπτω — (Α) φθείρω, βλάπτω, ασχημίζω («ὡς ἂν μὴ κλαίουσα κατὰ χρόα καλὸν ἰάπτη» για να μην κλαίει και χαλάει το ωραίο τής δέρμα, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰάπτω «βλάπτω»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek