- κατ-εθίζω
κατ-εθίζω (s. ἐϑίζω), Einen woran gewöhnen, pass., E. M; – ϑυσίας τινὰς ὁμοίως ἀνδράσι καὶ γυναιξὶ κατείϑισαν, richteten sie ein, Pol. 4, 21, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-εθίζω (s. ἐϑίζω), Einen woran gewöhnen, pass., E. M; – ϑυσίας τινὰς ὁμοίως ἀνδράσι καὶ γυναιξὶ κατείϑισαν, richteten sie ein, Pol. 4, 21, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεθίζω — (Α) καθιστώ κάτι συνηθισμένο 2. συνηθίζω, εξοικειώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐθίζω «συνηθίζω»] … Dictionary of Greek