- κατ-ελπίζω
κατ-ελπίζω, verstärktes simplex; κατήλπιζε εὐπετέως τῆς ϑαλάσσης κρατήσειν Her. 1, 136; Pol. 2, 31, 8 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ελπίζω, verstärktes simplex; κατήλπιζε εὐπετέως τῆς ϑαλάσσης κρατήσειν Her. 1, 136; Pol. 2, 31, 8 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ελπίζω — (AM ἐλπίζω) 1. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο 2. θεωρώ πιθανό, προβλέπω ότι θα συμβεί κάτι 3. βασίζομαι στη βοήθεια κάποιου για να πετύχω κάτι αρχ. φοβάμαι ότι θα συμβεί κάτι κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελπίζω < ελπίς ή, κατ άλλους, < … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
ελπίδα — η (AM ἐλπίς) 1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες) 2. αυτός στον οποίο… … Dictionary of Greek
ανάελπτος — ἀνάελπτος, ον (Α) ανέλπιστος, απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος*. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη… … Dictionary of Greek
προσδοκώ — (I) προσδοκῶ, άω, ΝΜΑ, ιων. τ. προσδοκέω Α περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο, ελπίζω («προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῡ μέλλοντος αἰῶνος», Σύμβ. Πίστ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το προσδοκώμενο κατηγορία τού συντακτικού… … Dictionary of Greek