κατ-ιδεῖν

κατ-ιδεῖν

κατ-ιδεῖν, aor. II. zu καϑοράω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • видѣти — ВИ|ДѢТИ (видѣти6000), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Видеть, воспринимать зрением: мь||глоу видѩть [пьяницы] въ очию и оутапаѭть. (βλέπουσι) Изб 1076, 266 266 об.; Врата небесьнаѩ възьмѣтесѩ видѩще. двьрь вышьнѩаго. въходѩщоу съ славою. Стих 1156 1163, 98;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …   Православная энциклопедия

  • быти — (>50000), ѤСМЬ, ѤСТЬ (в соч. с отрицанием не НѢСМЬ, НѢСТЬ); 3 л. мн. ч. СОУТЬ; 3 л. ед. ч. имперфекта БѦШЕ; 3 л. ед. ч. аориста БЫ и БѢ гл. I. Как самостоятельный гл. 1.Существовать; иметься: дъва разбо˫а ѥсте. ѥдинъ иже съвлачить съ оубогааго …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ИДЕЯ —     ИДЕЯ (греч. ἡ ἰδέα от εἴδω, inf. ἰδεῖν видеть; ср. с этимологически родственным «эйдос», τὸ εἶδος), букв, значение: внешний вид, внешность, наружность; один из основных терминов древнегреческой философии.     Термин ΙΔΕΑ до Платона.… …   Античная философия

  • αλέα — I Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, του 5ου αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη δυτικά της Στυμφαλίας, στο βάθος μεγάλης κοιλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Μπουγιάτι. Χτίστηκε από τον Αλέα, γιο του Αφείδαντα και εγγονό του Αρκάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοί της… …   Dictionary of Greek

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • νεανίας — ο, θηλ. νεάνις και νεάνιδα (ΑΜ νεανίας, θηλ. νεᾱνις, Α ιων. τ. νεηνίης, θηλ. νεῆνις και συνηρ. τ. νῆνις) νεαρός ως προς την ηλικία μσν. πολεμιστής αρχ. 1. (με καλή σημ.) ορμητικός, γενναίος, δραστήριος 2. (με κακή σημ.) προπετής, αυθάδης,… …   Dictionary of Greek

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

  • φέγγος — το, ΝΜΑ 1. φως, λάμψη (α. «ήταν το πρόσωπό της όλο φέγγος» β. «λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν», Πίνδ.) 2. το διάχυτο ή αμυδρό φως τής σελήνης (α. «είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο, / κι ένα δέντρο πολλά ξερό στο φέγγος αποκάτω», Ερωτόκρ. β. «τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”