- κατ-εγ-καλέω
κατ-εγ-καλέω (s. καλέω), = ἐγκαλέω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-εγ-καλέω (s. καλέω), = ἐγκαλέω, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλέω — κλέω, επικ. τ. κλείω (Α) 1. λέγω για κάποιον ή για κάτι, γνωστοποιώ κάτι, φημίζω, ψάλλω, εγκωμιάζω κάτι («ἔργ ἀνδρῶν... τά τε κλείουσιν ἀοιδοί», Ομ. Οδ.) 2. καλώ, ονομάζω («ἐνθα περ ἀκταί κλείονται Παγασαί Μαγνήτιδες», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek