- κατ-εγ-χαίνω
κατ-εγ-χαίνω (s. χαίνω), mit offenem Munde verhöhnen, verlachen, ταῖς ἐμαῖς τύχαις Ar. Ach. 1159, aber nach cod. Rav. κᾆτ' ἐγχανεῖται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-εγ-χαίνω (s. χαίνω), mit offenem Munde verhöhnen, verlachen, ταῖς ἐμαῖς τύχαις Ar. Ach. 1159, aber nach cod. Rav. κᾆτ' ἐγχανεῖται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα … Dictionary of Greek
κατεγχαίνω — (Α) περιγελώ κάποιον, χάσκοντας, δηλ. με ανοιχτό στόμα («κατεγχάνοι ταῑς ἐμαῑς τύχαισιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *ἐγ χαίνω «χάσκω» (υποχωρητικός σχηματισμός < εγχαν εῖν απρμφ. αορ. τού ρ. ἐγ χάσκω, κατά το σχήμα μαρανεῖν:… … Dictionary of Greek