- κατ-εύδω
κατ-εύδω, sagt der Scythe für καϑεύδω Ar. Th. 1193.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-εύδω, sagt der Scythe für καϑεύδω Ar. Th. 1193.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθεύδω — καθεύδω, ιων. τ. κατεύδω (Α) 1. πλαγιάζω να κοιμηθώ, κοιμάμαι («οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν, οὔτε μεθ ἡμέραν», Πλάτ.) 2. μένω άπρακτος 3. (για ζεύγος ετεροφύλων) κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι («ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι», Ομ. Οδ.) 4. περνώ… … Dictionary of Greek