κατ-εχμάζω

κατ-εχμάζω

κατ-εχμάζω, Hesych., = κατέχω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κατεχμάζω — (Α) κρατώ δυνατά, εμποδίζω, αναχαιτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐχμάζω «κρατώ κάτι στερεά, εμποδίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”