- κατ-ευ-χειρίζω
κατ-ευ-χειρίζω, VLL. Erkl. von κατευμαρίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ευ-χειρίζω, VLL. Erkl. von κατευμαρίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταχειρίζω — και καταχερίζω (AM καταχειρίζω, Μ και καταχερίζω) νεοελλ. χτυπώ, δέρνω κάποιον μσν. επιχειρώ, αρχίζω αρχ. μέσ. καταχειρίζομαι α) εξαφανίζω, φθείρω β) μεταχειρίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειρίζω «μεταχειρίζομαι»] … Dictionary of Greek