- κατ-ισχάνω
κατ-ισχάνω, = κατέχω, nur in tmesi, κατὰ σὸν νόον ἴσχανε Od. 19, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ισχάνω, = κατέχω, nur in tmesi, κατὰ σὸν νόον ἴσχανε Od. 19, 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατισχάνω — (Α) συγκρατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰσχάνω «συγκρατώ, κατέχω»] … Dictionary of Greek